- προκαταλύειν
- προκαταλύωbreak uppres inf act (attic epic)προκαταλύ̱ειν , προκαταλύωbreak uppres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκαταλύω — Α [καταλύω] 1. καταλύω, καταργώ κάτι εκ τών προτέρων («ἐν ἄλλων τιμωρίαις προκαταλύειν τοὺς νόμους», Θουκ.) 2. παρακωλύω, εμποδίζω («εἰ μέτριος εἴη ὁ πυρετὸς ὥστε μὴ προκαταλῡσαι τὴν δύναμιν τοῡ νοσοῡντος», Γαλ.) 3. αναπαύομαι προηγουμένως 4. μέσ … Dictionary of Greek